ενήδονος

ενήδονος
ἐνήδονος, -ον (AM) [ηδονή]
μσν.
γοητευτικός, ωραίος
μσν.-αρχ.
1. γεμάτος ηδονή, ηδονικός, αισθησιακός
2. γεμάτος χαρά, χαρούμενος, ευχάριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνήδονος — full of joy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηδόνως — ἐνήδονος full of joy adverbial ἐνήδονος full of joy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήδονον — ἐνήδονος full of joy masc/fem acc sg ἐνήδονος full of joy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηδόνου — ἐνήδονος full of joy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηδόνους — ἐνήδονος full of joy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήδονα — ἐνήδονος full of joy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήδονοι — ἐνήδονος full of joy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένηδος — ἔνηδος, ον (Μ) ευχάριστος, δροσερός («ἐνήδους βρύσεις ἔχουσιν», Λίβιστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήδομαι υποχωρητικός ή μεταπλασμένος τ. τού ενήδονος] …   Dictionary of Greek

  • ενήδονα — ἐνήδονα και ἐνηδόνως (Μ) [ενήδονος] επίρρ. 1. ευχάριστα, ηδονικά 2. υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ερωτικοενήδονος — ἐρωτικοενήδονος, η, ον (Μ) αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”